Dictionary of Greek. 2013.
ἐνωπαδίς — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωπαδίς — (Μ) επίρρ. ενωπαδίς*, ενώπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κατ ῶπα (< κατ(α) * + ὦπα αιτ. εν. τού ὤψ) + κατάλ. δί(ω)ς, πρβλ. ἐν ωπα δί(ω)ς] … Dictionary of Greek